- αποδιατρίβω
- ἀποδιατρίβω (Α)1. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου2. κατακρατώ, περιορίζω κάποιον3. αποφεύγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδιέτριβεν — ἀποδιατρίβω waste time aor ind pass 3rd pl (epic) ἀποδιέτρῑβεν , ἀποδιατρίβω waste time imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιατρῖψαι — ἀποδιατρίβω waste time aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιατρίψουσιν — ἀποδιατρί̱ψουσιν , ἀποδιατρίβω waste time aor subj act 3rd pl (epic) ἀποδιατρί̱ψουσιν , ἀποδιατρίβω waste time fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποδιατρί̱ψουσιν , ἀποδιατρίβω waste time fut ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιατρίψεις — ἀποδιατρί̱ψεις , ἀποδιατρίβω waste time aor subj act 2nd sg (epic) ἀποδιατρί̱ψεις , ἀποδιατρίβω waste time fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
ἀποδιατρίβειν — ἀποδιατρί̱βειν , ἀποδιατρίβω waste time pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιατρίβεσθαι — ἀποδιατρί̱βεσθαι , ἀποδιατρίβω waste time pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιατρίβοντες — ἀποδιατρί̱βοντες , ἀποδιατρίβω waste time pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιατρίβων — ἀποδιατρί̱βων , ἀποδιατρίβω waste time pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιατρίβωσι — ἀποδιατρί̱βωσι , ἀποδιατρίβω waste time pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)